Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξοδιάζω [ksoδjázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξοδεύω.
[μσν. ξοδιάζω < ελνστ. ἐξοδιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. ξοδιάζω < ελνστ. ἐξοδιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |