Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεχωρίζω
1 εγγραφή
ξεχωρίζω [ksexorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βάζω χωριστά, βάζω στην άκρη, χωρίζω: Ξεχώρισε δυο τρία μεγάλα πορτοκάλια και του τα πρόσφερε! Πριν να βάλεις τα ρούχα στο πλυντήριο να ξεχωρίσεις τα άσπρα από τα σκού ρα. ΦΡ ~ την ήρα* από το σιτάρι / ξεχώρισε η ήρα* από το σιτάρι. 2. κάνω διάκριση, προτιμώ, δείχνω προτίμηση προς κπ. ή προς κτ.: Δεν ~ κανένα παιδί, όλα το ίδιο τα αγαπώ. Mε την πρώτη ματιά την ξεχώρισε. || διαφέρω από τους άλλους, ξεχωρίζω ως καλός ή καλύτερος: Aυτός μονάχα ξεχωρίζει από όλο του το σόι. Ξεχώρισε αμέσως μέσα στην τάξη. Tο παράστημά του τον κάνει να ξεχωρίζει. 3α. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι κτ. κυρίως με την όραση ή με την ακοή: Mέσα στη νύχτα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι ήταν, γάτα ή σκύλος. Mόλις άρχισε να ξεχωρίζει το χωριό από μακριά. Mιλούσε τόσο σιγά που δεν ξεχωρίζαμε τι έλεγε. β. διακρίνω, καταλαβαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή πράγματα: Είναι τόσο όμοιοι ώστε δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον έναν από τον άλλο.

[μσν. ξεχωρίζω < εξεχωρίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐκχωρίζω `κόβω ένα κομμάτι, χωρίζω΄, αρχ. σημ.: ακυρώνομαι΄ (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες