Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεφτέρι το [kseftéri] Ο44 : (οικ.) άνθρωπος εξαιρετικά ικανός και γρήγορος σε κτ.: Είναι ~ στα μαθηματικά. Tον έκανα ~.
[μσν. ξεφτέρι < ξεπτέριον (ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], αποφυγή της χασμ. και αποβ. τελικού συμφ.) < εξυπτέριν, εξυπτέριον < ελνστ. ὀξυπτέριον (παρετυμ. εξ- πτερ(ό) -ιον) υποκορ. του ελνστ. ὀξύπτερος `με γρήγορα φτερά΄]