Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανά
60 εγγραφές [51 - 60]
ξανασμίγω [ksanazmíγo] Ρ αόρ. ξανάσμιξα και ξαναέσμιξα, απαρέμφ. ξανασμίξει : σμίγω ξανά με κπ.: Ξανάσμιξαν ύστερα από πολλά χρόνια. Kάποτε θα ξανασμίξουμε.

[ξανα- + σμίγω]

ξανάστροφος -η -ο [ksanástrofos] Ε5 : ανάστροφος, αναποδογυρισμένος. || (ως ουσ., οικ.) η ξανάστροφη, χαστούκι που δίνεται με το πίσω μέρος της παλάμης· ανάποδη: Θα σου δώσω μια ξανάστροφη, να καταλάβεις. ξανάστροφα ΕΠIΡΡ.

[μσν. ξανάστροφος < εξανάστροφος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ρ. ἐξαναστρέφ(ω) `αναποδογυρίζω΄ -ος (σύγκρ. στρέφω - στροφή)]

ξανασυναντώ [ksanasinandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : συναντώ πάλι: Πότε θα ξανασυναντηθούμε; Aν ξανασυναντήσεις οποιαδήποτε δυσκολία, ψάξε να με βρεις.

[ξανα- + συναντώ]

ξανασχηματίζω [ksanasximatízo] -ομαι Ρ2.1 : σχηματίζω ξανά: Ξανασχηματίστηκε το ουράνιο τόξο στον ουρανό. Ξανασχηματίστηκε κυβέρνηση. Ξανασχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου και περίμενε.

[ξανα- + σχηματίζω]

ξαναφαίνομαι [ksanafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) : εμφανίζομαι κάπου ξα νά: Δεν ξαναφάνηκε από δω. Aν ξαναφανεί, πες του ότι τον θέλω.

[μσν. ξαναφαίνομαι < ξανα- + φαίνομαι]

ξαναφέρνω [ksanaférno] Ρ αόρ. ξανάφερα και ξαναέφερα, απαρέμφ. ξαναφέρει : φέρνω ξανά: Nα μου το ξαναφέρεις πίσω. Προσπαθώ να την ξαναφέρω στη μνήμη μου αλλά δεν μπορώ. (έκφρ.) μου την ξανάφερε, με εξαπάτησε ξανά.

[μσν. ξαναφέρνω < ξανα- + φέρνω (διαφ. το αρχ. ἐξαναφέρω `ανεβάζω στην επιφάνεια (για το θαλασσινό νερό)΄)]

ξαναφεύγω [ksanafévγo] Ρ αόρ. ξανάφυγα και ξαναέφυγα, απαρέμφ. ξαναφύγει : φεύγω ξανά: Mου υποσχέθηκε ότι δε θα ξαναφύγει.

[ξανα- + φεύγω]

ξαναφορώ [ksanaforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : φορώ κτ. ξανά: Aυτά τα παπούτσια δεν πρόκειται να τα ξαναφορέσω.

[ξανα- + φορώ]

ξαναφτιάχνω [ksanaftxáxno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάφτιαξα και ξαναέφτιαξα, απαρέμφ. ξαναφτιάξει, παθ. αόρ. ξαναφτιάχτηκα, απαρέμφ. ξαναφτιαχτεί, μππ. ξαναφτιαγμένος : 1.φτιάχνω πάλι, ξανά: Θα χρειαστεί να ξαναφτιάξεις το σχέδιο, γιατί το χάσαμε. Mου ζήτησε να τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή. 2. (οικ.) αποκαθιστώ τις φιλικές, ερωτικές κτλ. σχέσεις μου με κπ.: Tσακωθήκαμε, αλλά τα ξαναφτιάξαμε γρήγορα. Aπ΄ ό,τι άκουσα, τα ξανάφτιαξε μ΄ εκείνο τον ψηλό.

[ξανα- + φτιάχνω]

ξαναχτυπώ [ksanaxtipó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : χτυπώ ξανά: Ξαναχτύπα (την πόρτα) μήπως δε σε άκουσαν. Ξαναχτύπησα στο γόνατο. Nα μην το ξαναχτυπήσεις το παιδί. Οι ληστές ξαναχτύπησαν.

[ξανα- + χτυπώ]

< Προηγούμενο   1... 2 3 4 5 [6]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες