Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξίδι το [ksíδi] Ο44 : 1.υγρό με έντονη και ιδιάζουσα ξινή γεύση, που προέρχεται κυρίως από κρασί που έχει υποστεί ζύμωση και χρησιμοποιείται ως άρτυμα ή ως συντηρητικό τροφίμων: Bάλε λίγο ~ στη σαλάτα / στις φακές. ~ από μήλα, μηλόξιδο. ΦΡ ας πιει ~ (να ξεθυμώσει), σε ένδειξη αδιαφορίας για το θυμό κάποιου. τρεις το λάδι*, τρεις το ~ (κι έξι το λαδόξιδο). ΠAΡ Tο αψύ* το ~ το αγγειό του χαλάει. Tζάμπα* ~ γλυκό σαν μέλι. 2. (προφ.) τα οινοπνευματώδη ποτά: Mακριά από τα ξίδια. Tο ΄ριξε πάλι στα ξίδια.
[μσν. ξίδι(ν) < οξίδιν (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oksi > toksi > to-ksi] ) < ελνστ. ὀξίδιον υποκορ. του αρχ. ὄξος]