Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
961 εγγραφές [771 - 780] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντιλετάντης ο [diletándis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά με την τέχνη ή με τη λογοτεχνία και που ανήκει συνήθ. στην ανώτερη κοινωνική τάξη: Ένας ~ της λογοτεχνίας. || (μειωτ.) αυτός που ασχολείται με τους παραπάνω τομείς χωρίς να έχει την απαιτούμενη κατάρτιση.
[ιταλ. dilettant(e) -ης]
- ντιλεταντισμός ο [diletandizmós] Ο17 : (παρωχ.) η ερασιτεχνική απασχόληση με την τέχνη ή με τη λογοτεχνία.
[λόγ. < γαλλ. dilettantisme (-isme = -ισμός)]
- ντιμινουέντο το [diminuénto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου. ANT κρεσέντο.
[λόγ. < ιταλ. diminuendo]
- ντιν ντιν [dín dín] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του μεταλλικού κουδουνιού.
[ηχομιμ.]
- ντιντιτί το [didití] Ο (άκλ.) : ισχυρό εντομοκτόνο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για την καταπολέμηση των κουνουπιών.
[λόγ. < αγγλ. DDT σήμα κατατ. < αρκτικόλ. d(ichloro)-d(iphenyl)-t(richloro-ethane)]
- ντιπ [díp] επίρρ. τροπ. : (οικ.) α. τελείως, ολότελα· μπιτ: Είναι ~ χαζός. β. καθόλου, τίποτε, σε αρνητική πρόταση: Δεν έχει ~ μυαλό. Δε σκαμπάζω ~ από μαθηματικά. || (με έμφαση) ~ για ~. ~ καταντίπ.
[τουρκ. dip `πάτος, κατώτατο σημείο΄]
- ντιρεκτίβα η [direktíva] Ο25α : κατευθυντήρια γραμμή που δίνεται από ένα κόμμα, συνήθ. μαρξιστικό, στους οπαδούς του ή από έναν οργανισμό στα μέλη του: Δίνω / δέχομαι / ακολουθώ ντιρεκτίβες. Οι ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδηγίες.
[ρωσ. directiva `οδηγία΄ (< λατ. dirigere `οδηγώ΄)]
- ντισκ τζόκεϊ ο [dísk dzókei] Ο (άκλ.) : αυτός που επιλέγει και βάζει δίσκους σε ντισκοτέκ, σε μουσικές εκπομπές κτλ.
[λόγ. < αγγλ. disc jockey]
- ντίσκο η [dísko] Ο (άκλ.) : 1.είδος μοντέρνου χορού και μουσικής. 2. ντισκοτέκ.
[αγγλ. disco σύντμ. της λ. discotheque = ντισκοτέκ]
- ντισκοτέκ η [diskoték] Ο (άκλ.) : κέντρο όπου μπορεί κανείς να χορέψει με μουσική συνήθ. ξένη, από δίσκους.
[λόγ. < αγγλ. discotheque < γαλλ. discothèque `δισκοθήκη΄ (συλλογή ή έπιπλο) < disque = δίσκο(ς) + -thèque κατά το bibliothèque = βιβλιοθήκη]