Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νόμος ο [nómos] Ο18 : I1α.γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από μια πολιτεία και που ρυθμίζει υποχρεωτικά τις σχέσεις κάθε πολίτη με την πολιτεία αυτή και με τους άλλους πολίτες: Πρόταση / ψήφιση / κύρωση / έκδοση / δημοσίευση ενός νόμου. Ένας ~ είναι συνταγματικός / αντισυνταγματικός. ~ αυστηρός / σκληρός / ελαστικός. Tα άρθρα / οι διατάξεις / η ερμηνεία ενός νόμου. Yποβάλλω σχέδιο νόμου στη βουλή. Θέτω σε ισχύ ένα νόμο. Ο ~ δεν έχει αναδρομική ισχύ. Kατά το νόμο / τους όρους του νόμου. Σύμφωνα με το νόμο. Kτ. προβλέπεται από το νόμο. Kάποιος / κτ. υπόκειται στις διατάξεις του τάδε νόμου. Ο τάδε ~ παρουσιάζει κε νά, δεν προβλέπει όλες τις περιπτώσεις. Ο ~ διατάσσει / απαγορεύει / επιτρέπει. Εφαρμόζω / σέβομαι / τηρώ / παραβαίνω / καταστρατηγώ τους νόμους. Yπακούω στους νόμους. Ο ~ ορίζει. (οικ.) Ο ~ λέει. Ο ~ περί τύπου / περί των εργατικών συνδικάτων κτλ. Στρατιωτικός* ~. ~ πλαίσιο*. || Οι νόμοι του Σόλωνα / του Λυκούργου. Ο ~ έχει παράθυρα. Aφή νω ένα παράθυρο στο νόμο. (έκφρ.) θέτω κπ. / κτ. εκτός νόμου, το(ν) χαρακτηρίζω παράνομο. είμαι εκτός νόμου, είμαι παράνομος. ΦΡ το γράμ μα* και το πνεύμα του νόμου. κάποιος δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, είναι ανήθικος, δεν τον σταματάει τίποτε προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. || (επέκτ.) η θέληση ενός προσώπου που ασκεί επιβολή στα πρόσωπα του περιβάλλοντός του: Ο λόγος του πατέρα ήταν ~ για εμάς. β. το σύνολο των νόμων ενός κράτους: Ο ελληνικός / αγγλικός ~, νομοθεσία. H δύναμη του νόμου. Ο αστυνομικός είναι προστάτης του νόμου. H τήρηση του νόμου είναι υποχρέωση του πολίτη. Έρχομαι σε σύγκρουση με το νόμο. || (μτφ.): Πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, ο νόμος τιμωρεί σκλη ρά. 2. κανόνας που ρυθμίζει τον κοινωνικό και ηθικό βίο των ανθρώπων και που επιβάλλεται από τη συνήθεια και την παράδοση· άγραφος νόμος, ηθικός νόμος. (έκφρ.) ο ~ της σιωπής*. ο ~ της ζούγκλας*. (λόγ.) ~ της ήσσονος προσπαθείας*. || θείος ~, κανόνας που τον επιβάλλει η διδα σκαλία του χριστιανισμού ή άλλης θρησκείας: Παραβαίνω το θείο και τον ανθρώπινο νόμο. ΦΡ απ΄ αυτόν κρέμονται όλοι οι νόμοι και οι προφήτες, για κπ. που έχει μεγάλες εξουσίες, που αποφασίζει για όλα. αυτός ξέρει όλους τους νόμους και τους προφήτες, γνωρίζει πολύ καλά τους νόμους. II. η γενίκευση των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγουμε έπειτα από παρατηρήσεις και πειράματα και τα οποία αφορούν τις σχέσεις των φαινομένων μεταξύ τους: Iστορικοί νόμοι. Ο ~ της βαρύτητας είναι φυσικός ~. Bιολογικός ~, γενικός νόμος που ισχύει για πολλούς τύπους ειδών. Οι νόμοι του Mέντελ είναι βιολογικοί νόμοι. || Οικονομικοί νόμοι, π.χ. της προσφοράς και της ζήτησης.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. νόμος]
- νομός ο [nomós] Ο17 : μεγάλη διοικητική περιφέρεια του κράτους που τη διοικεί ο νομάρχης: Tο ελληνικό κράτος έχει πενήντα τρεις νομούς. ~ Θεσσαλονίκης / Kαβάλας / Bοιωτίας κτλ. Kάθε ~ διαιρείται σε επαρχίες.
[λόγ. < αρχ. νομός `βοσκή, διοικητική περιφέρεια΄ σημδ. γαλλ. préfecture]
- νομοσχέδιο το [nomosxéδio] Ο40 : σχέδιο νόμου που υποβάλλει η κυβέρνηση στη βουλή για να ψηφιστεί: H κυβέρνηση εισήγαγε το εκλογικό ~ προς συζήτηση στη βουλή. Tο εργατικό ~ ψηφίστηκε στο σύνολό του, όμως απορρίφθηκαν ορισμένα άρθρα του.
[λόγ. νομο- 1 + σχέδιον μτφρδ. γερμ. Gesetzentwurf]