Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοσταλγία
1 εγγραφή
νοσταλγία η [nostaljía] Ο25 : ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η μελαγχολία που προκαλείται από την έντονη επιθυμία να επιστρέψουμε στην πατρίδα ή σε έναν αγαπημένο τόπο ή να ξαναζήσουμε κάποιες ευχάριστες καταστάσεις του παρελθόντος: H ~ του ξενιτεμένου για τον τόπο του. Θυμάμαι πάντα με ~ τα χρόνια της νιότης μου.

[λόγ. < γαλλ. nostalgie < αρχ. νόστ(ος) + ἄλγ(ος) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες