Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νιο- [
o] & νιό- [ ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (προφ., λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· δηλώνει ότι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. νεο-1): νιόγαμπρος, νιόνυφη (αλλά νεόνυμφοι)· νιόβγαλτος, νιόσκαφτος, νιόφερτος (αλλά νεοφερμένος)· ~γέννητος. [θ. νιο- του επιθ. νι(ος) -ο-]