Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νικηφόρος
1 εγγραφή
νικηφόρος -α -ο [nikifóros] Ε4 : α.που φέρνει τη νίκη, που τελειώνει με νίκη: Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι. Nικηφόρες εκστρατείες. β. που νίκησε· νικητής: Ο ~ στρατός. νικηφόρα ΕΠIΡΡ: Ο αγώνας έληξε ~.

[λόγ. < αρχ. νικηφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες