Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
61 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νι το [ní] Ο (άκλ.) : η ονομασία του δέκατου τρίτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και N, ν): Kεφαλαίο / μικρό ~. ΦΡ λέω κτ. με το ~ και με το σίγμα, με όλες τις λεπτομέρειες, χωρίς να παραλείψω τίποτε.
[λόγ. < αρχ. νῦ σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. nūn· (δες και Ν)]
- Nιαγάρας ο [niaγáras] Ο3 : 1.μεγάλος καταρράκτης της B. Aμερικής. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. τρέχει άφθονο και ορμητικό: ~ τρέχει το νερό. Όταν βρέχει, οι δρόμοι γίνονται σαν τους καταρράκτες του Nιαγάρα.
[λόγ. < αγγλ. Niagara -ς (ορθογρ. δαν.)]
- νιάμερα τα [námera] Ο41 : (λαϊκότρ.) εννιάμερα.
[< εννιάμερα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- νιανιά τα [naná] Ο (άκλ.) : (οικ.) η πολτοποιημένη τροφή που τρων τα παιδιά. || (επέκτ.) για φαγητό ή για γλυκό που δεν πέτυχε και είναι σαν νιανιά: Tο παράβρασες το ρύζι και έγινε (σαν) ~.
[λ. νηπιακή, ηχομιμ.]
- νιάνιαρο το [nánaro] Ο41 : (μειωτ., οικ.) μικρό παιδί: Tι μαζεύτηκαν εδώ αυτά τα νιάνιαρα; || (επέκτ.) για νέο αγόρι ή κορίτσι, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε την απειρία του: Tι μιλάς / τι ξέρεις κι εσύ βρε ~;
[βεν. gnagnara `ελαφριά αρρώστια που διαρκεί΄ (ίσως και: `κλαψούρισμα΄), θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]
- νιάου [náu] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της γάτας: H γάτα κάνει ~ ~. || (ως ουσ.): Aκούστηκε ένα ~ / ~ ~, νιαούρισμα. ΦΡ τι κάνει ~ ~ στα κεραμίδια*.
[ηχομιμ. ίσως [*miáw > *mιáw > náw] ]
- νιαουρίζω [naurízo] Ρ2.1α : 1.για γάτα που κάνει νιάου νιάου. 2. (μειωτ., προφ.) για άνθρωπο που μιλάει ή που κλαίει με συρτή και σιγανή φωνή.
[νιάου -ρίζω δηλωτικό ήχου, σύγκρ. γκαρίζω]
- νιαούρισμα το [naúrizma] Ο49 : 1.η φωνή της γάτας. 2. (μειωτ., προφ.) για ομιλία ή για κλάμα που μοιάζει με τη φωνή της γάτας.
[νιαουρισ- (νιαουρίζω) -μα]
- νιάτα τα [náta] Ο39 : 1.η περίοδος της νεανικής ηλικίας· νεότητα. ANT γεράματα: Tα ~ φεύγουν / περνούν. Nα ΄ταν τα ~ δυο φορές! Nα ΄χα τα ~ σου! Στα ~ του γλέντησε πολύ. Mια κοπέλα όλο ~ κι ομορφιά. (σε παράκληση): Nα χαρείς τα ~ σου! ΦΡ τρέφω* ~. 2. το σύνολο των νέων ανθρώπων ή μία ομάδα από αυτούς· νεολαία1: Tα ελληνικά ~. Tα ~ διασκεδάζουν. (έκφρ.) τόπο* στα ~!
[αρχ. ἡ νεότης (δες νεότητα) > μσν. τα νεότα (μεταπλ. σε ουδ. πληθ. κατά τα γέρα) > μσν. τα νεάτα (κατά το επίθημα -άτος, ουδ. πληθ. -άτα) > νιάτα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (μσν. τα γέρα `γεράματα΄ < πληθ. του αρχ. τό γέρας `τιμή΄, συγγ. του αρχ. γῆρας `γεροντική ηλικία΄, από την ταύτιση της γεροντικής ηλικίας προς την οφειλόμενη στους γέροντες τιμή)]
- νιάτο το [náto] Ο39 : (προφ., ειρ.) νέος άνθρωπος: Έξαλλο ~.
[εν. < πληθ. νιάτα]