Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νευρώνας ο [nevrónas] Ο2 : (ανατ.) το νευρικό κύτταρο και οι αποφύσεις του.
[λόγ. νευρ(ών) -ώνας < γαλλ. neuron < αρχ. νεῦρ(ον) -on]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. νευρ(ών) -ώνας < γαλλ. neuron < αρχ. νεῦρ(ον) -on]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |