Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
135 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναυμαχία η [navmaxía] Ο25 : μάχη ανάμεσα σε δύο πλοία ή σε δύο στόλους: H ~ της Σαλαμίνας / του Nαυαρίνου.
[λόγ. < αρχ. ναυμαχία]
- ναυμάχος ο [navmáxos] Ο18 : αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία.
[λόγ. < ελνστ. ναυμάχος]
- ναυμαχώ [navmaxó] Ρ10.9α : πολεμώ από πλοίο εναντίον άλλου εχθρικού πλοίου, κάνω ναυμαχία: Οι Έλληνες ναυμάχησαν με τους Πέρσες στη Σαλαμίνα.
[λόγ. < αρχ. ναυμαχῶ]
- ναυπηγείο το [nafpijío] Ο39 : τόπος όπου υπάρχουν τεχνικές εγκαταστάσεις για την κατασκευή, τον εξοπλισμό, την επισκευή ή τη μετασκευή εμπορικών ή πολεμικών πλοίων.
[λόγ. < ελνστ. ναυπηγεῖον (αρχ. ναυπήγιον)]
- ναυπήγημα το [nafpíjima] Ο49 : πλωτό κατασκεύασμα, π.χ. πλωτός γερανός, πλωτή δεξαμενή κτλ.
[λόγ. ναυπηγη- (ναυπηγώ) -μα]
- ναυπήγηση η [nafpíjisi] Ο33 : η κατασκευή πλοίου: H ~ του οχηματαγωγού έγινε σε ελληνικό ναυπηγείο.
[λόγ. < ελνστ. ναυπήγη(σις) -ση]
- ναυπηγήσιμος -η -ο [nafpijísimos] Ε5 : που είναι κατάλληλος ή που προορίζεται για ναυπήγηση πλοίου: ~ χάλυβας. Nαυπηγήσιμη ξυλεία.
[λόγ. < αρχ. ναυπηγήσιμος]
- ναυπηγικός -ή -ό [nafpijikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη ναυπήγηση, με την κατασκευή πλοίου: Nαυπηγική βιομηχανία / τέχνη. Nαυπηγικά σχέδια. Nαυπηγική κλίνη*. || (ως ουσ.) η ναυπηγική, η τεχνική της κατασκευής πλοίων. 2. ναυπηγήσιμος: Nαυπηγική ξυλεία.
[λόγ. < ελνστ. ναυπηγικός, αρχ. ναυπηγική]
- ναυπηγός ο [nafpiγós] Ο17 : επιστήμονας ή τεχνικός ειδικός στη σχεδίαση και στην κατασκευή πλοίου: Σχολή ναυπηγών.
[λόγ. < αρχ. ναυπηγός]
- ναυπηγώ [nafpiγó] -ούμαι Ρ10.9 : κατασκευάζω σκάφος: Tο πλοίο ναυπηγήθηκε στην Ελλάδα.
[λόγ. < αρχ. ναυπηγῶ]