Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: να
135 εγγραφές [21 - 30]
νάνι το [náni] Ο (άκλ.) : (παιδ.) ύπνος, συνήθ. στην έκφραση κάνω ~, κοιμάμαι: Tο παιδί θα κάνει ~. || ~ ~, αρχή ή τέλος σε νανούρισμα. νανάκια τα YΠΟKΟΡ: Πάμε για ~.

[λ. νηπιακή]

νανισμός ο [nanizmós] Ο17 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση καθυστερημένης ή ελλιπούς ανάπτυξης του ανθρώπινου σώματος ή τμημάτων του. ANT γιγαντισμός.

[λόγ. < γαλλ. nanisme < λατ. nan(us) < αρχ. νᾶν(ος) -isme = -ισμός]

νανο- 1 [nano] & νανό- [nanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· προσδίδει τη σημασία του μικροσκοπικού σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~απολίθωμα, ~πλαγκτόν. || (ιατρ.) για παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπερβολική μικρότητα συνήθ. του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κεφαλία, ~σωμία. || ~κέφαλος, νανόσωμος.

[λόγ. < διεθ. nano-, nanno- `πολύ μικρός΄ < λατ. nanus < αρχ. νᾶνο(ς) (και γραφή νάννος) ως α' συνθ.: νανο-σωμία < διεθ. nanosomie]

νανο- 2 & νανό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. γιγα-): νανόμετρο, ~δευτερόλεπτο: Ένα νανόμετρο ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου.

[λόγ. < διεθ. nano- `ένα δισεκατομμυριοστό΄ (δες νανο- 1) ως α' συνθ.: νανο-δευτερόλεπτο μτφρδ. γαλλ. nanoseconde]

νάνος ο [nános] Ο18 : 1.ANT γίγαντας. α. άτομο που είναι πάρα πολύ κοντό και που οι αναλογίες του σώματός του συνήθ. δεν είναι κανονικές: Aυτός / αυτή είναι ~. β1. (μτφ.) άνθρωπος του οποίου οι ικανότητες είναι εντελώς ανεπαρκείς για το αξίωμα που κατέχει ή για το σκοπό που υπηρετεί: Οι νάνοι της πολιτικής / της μουσικής. β2. για κτ. που έχει πολύ μικρές διαστάσεις ή δυνατότητες σε σχέση με αυτό που θεωρείται κανονικό: Οι μονοκατοικίες φαίνονται (σαν) νάνοι δίπλα στα πολυώροφα κτίρια. Mια βιομηχανία ~, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές της. 2. ζώο ή φυτό με πολύ μικρό ύψος, με κανονικές όμως αναλογίες. 3. (αστρον.) απλανής αστέρας που η λάμψη του είναι μικρή.

[1: αρχ. νᾶνος· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. nain, étoile naine & αγγλ. dwarf star]

νανοσωμία η [nanosomía] Ο25 : ο νανισμός.

[λόγ. < γαλλ. nanosomie < nano- = νανο- 1 + αρχ. σῶμ(α) -ie = -ία]

νανουρίζω [nanurízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.σιγοτραγουδώ ένα τραγούδι μελωδικό και ήρεμο για να κοιμίσω ένα παιδί, συνήθ. κουνώντας το ρυθμικά. 2. (για ήχο που επαναλαμβάνεται ρυθμικά ή για λικνιστικό κούνημα) κάνω κπ. να αποκοιμηθεί: Ο θόρυβος του ρυακιού / το τρένο με νανουρίζει. Mουσική που νανουρίζει.

[< ναναρίζω ( [a > u] από επίδρ. του [r] )]

νανούρισμα το [nanúrizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του νανουρίζω: Tο μωρό θέλει ~ για να κοιμηθεί. 2α. είδος δημοτικού τραγουδιού. β. είδος ήρεμης και λικνιστικής μουσικής σύνθεσης: Παίζω ένα ~ στο πιάνο.

[νανου ρισ- (νανουρίζω) -μα]

νανουριστικός -ή -ό [nanuristikós] Ε1 : που βοηθάει στο νανούρισμα, στο ήρεμο αποκοίμισμα: Nανουριστικό τραγούδι / κούνημα. || για μονότονο ήχο. νανουριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. νανουρισ- (νανουρίζω) -τικός]

νανουριστός -ή -ό [nanuristós] Ε1 : που λέγεται με τρόπο που νανουρίζει: Nανουριστό τραγούδι. νανουριστά ΕΠIΡΡ: Tραγουδάει / μιλάει ~.

[νανουρισ- (νανουρίζω) -τός]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες