Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
135 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναυτία η [naftía] Ο25 : ΣYN αναγούλα. 1. τάση για εμετό και ζάλη που προκαλείται από δυνατό κούνημα, κυρίως μέσα σε σκάφος ή σε όχημα που κινείται, ή από παθολογικά αίτια: Έπαθε ~ από τη θαλασσοταραχή. 2. (μτφ.) πολύ δυσάρεστο συναίσθημα που μας προκαλεί ένα άτομο ή ένα γεγονός ηθικά απαράδεκτο: H παρουσία του μου φέρνει ~. Aυτή η συκοφαντική εκστρατεία μού προκαλεί ~.
[λόγ. < αρχ. ναυτία]
- ναυτικός -ή -ό [naftikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη ναυτιλία ή με το ναυτικό: ~ λαός. Nαυτική τέχνη / παράδοση. Nαυτικό δίκαιο. Nαυτικό φυλλάδιο, βιβλιάριο που πιστοποιεί την ιδιότητα του ναυτικού. Nαυτικές δυνάμεις, η δύναμη του πολεμικού ναυτικού. Σχολή ναυτικών δοκίμων, για αξιωματικούς πολεμικού ναυτικού. Nαυτικό νοσοκομείο, για τους ναυτικούς. β. που τον χρησιμοποιούν στη ναυτιλία: ~ χάρτης. Nαυτική πυξίδα. Nαυτικό μίλι. Nαυτικά όργανα. Nαυτικό ημερολόγιο. || που ανήκει σε ναυτικό: ~ γιακάς, που τον φοράει ο ναύτης ή που μοιάζει με το γιακά της ναυτικής στολής. Nαυτική στολή. Nαυτικό καπέλο. || (ως ουσ.) τα ναυτικά, η ναυτική στολή. 2. (ως ουσ.) α. ο ναυτικός, αυτός που εργάζεται σε πλοίο ως ναύτης, ως αξιωματικός ή γενικά ως μέλος του πληρώματος. β. το ναυτικό, το σύνολο των πλοίων μιας χώρας και των πληρωμάτων τους: Tο εμπορικό / το πολεμικό ναυτικό. Aξιωματικός του ναυτικού. Ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία αποτελούν τις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας.
ναυτικά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. [λόγ. < αρχ. ναυτικός (διαφ. το αρχ. ναυτικόν `ναυτοδάνειο΄)]
- ναυτιλία η [naftilía] Ο25 : 1.το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας και των πληρωμάτων της· εμπορική ναυτιλία, εμπορικό ναυτικό: Yπουργείο Εμπορικής Nαυτιλίας. 2. ναυσιπλοΐα: Οι Έλληνες ανέπτυξαν το εμπόριο και τη ~. || η ναυτική τέχνη.
[λόγ. < αρχ. ναυτιλία `διακυβέρνηση πλοίου, ναυσιπλοΐα΄]
- ναυτιλιακός -ή -ό [naftiliakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ναυτιλία: Nαυτιλιακή εταιρεία. Nαυτιλιακό γραφείο. Nαυτιλιακά έγγραφα, τα επίσημα έγγραφα και βιβλία του πλοίου.
[λόγ. ναυτιλί(α) -ακός]
- ναυτιλλόμενος ο [naftilómenos] Ο19 : αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ως μέλος του πληρώματος: Οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους.
[λόγ. ουσιαστικοπ. μπε. του αρχ. ρ. ναυτίλλομαι `ταξιδεύω με πλοίο΄]
- ναυτίλος 1 ο [naftílos] Ο18 : (ζωολ.) μαλάκιο που το σώμα του καλύπτεται από ένα σπειροειδές όστρακο, χωρισμένο σε πολλούς θαλάμους.
[λόγ. < νλατ. nautilus (στη νέα σημ., μαλάκιο του Ειρηνικού) < αρχ. ναυτίλος `μαλάκιο με υμένα σαν πανί΄]
- ναυτίλος 2 ο : (παρωχ., λογοτ.) ο ναυτικός.
[λόγ. < αρχ. ναυτίλος]
- ναυτίλος 3 ο : σύνθετο όργανο γυμναστικής.
[λόγ. < ναυτίλος 1(;)]
- ναυτο- [nafto] & ναυτό- [naftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ναυτ- [naft], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνή εν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στους ναύτες: ~λογώ, ναυτόπαιδο. 2. στη ναυτιλία: ναυτασφάλεια, ~δάνειο, ~λόγιο. 3. στο πολεμικό ναυτικό: ~δικείο, ~δίκης.
[λόγ. < αρχ. ναυτο- θ. του ουσ. ναύτ(ης) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ναυτο-δίκαι]
- ναυτοδάνειο το [naftoδánio] Ο40 : δάνειο με μεγάλο επιτόκιο που χορηγείται σε πλοίαρχο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, για να αντιμετωπίσει έκτακτες οικονομικές ανάγκες του πλοίου και που η επιστροφή του εξαρτάται από την έκβαση της ναυτικής επιχείρησης· θαλασσοδάνειο1.
[λόγ. ναυτο- + δάνειον]