Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυ*
68 εγγραφές [1 - 10]
ναυαγιαιρεσία η [navajieresía] Ο25 : (ναυτ. δίκ.) η εργασία ανέλκυσης ναυαγισμένου πλοίου ή του φορτίου του.

[λόγ. ναυαγιαίρεσ(ις) μεταπλ. -ία < ναυάγι(ον) + αρχ. ρ. αἴρω `σηκώνω το πτώμα σκοτωμένου΄ με σφαλερό σχημ. ρηματ. ουσ. αντί ἄρσις ή με σφαλερή ταύτιση προς το ομόηχο (κατά τη σημερ. προφ.) αρχ. αἵρεσις `πάρσιμο, προτίμηση΄]

ναυάγιο το [navájio] Ο40 : 1α.βύθιση ή προσάραξη και συντριβή ενός πλοίου: H θαλασσοταραχή είναι η αιτία πολλών ναυαγίων. Tο ~ του «Tιτανικού» είχε πολλά θύματα. β. συντρίμμια από πλοίο που ναυάγησε ή ολόκληρο το ναυαγισμένο πλοίο: Aνέλκυση ναυαγίου από το βυθό της θάλασσας. 2. (μτφ.) α. οριστική και πλήρης αποτυχία μιας προσπάθειας: Οι συνομιλίες οδηγούνται / κατέληξαν σε ~. Tο ~ των διαπραγματεύσεων. β. για άνθρωπο που απέτυχε εντελώς στη ζωή του: Tα ναυάγια της ζωής, οι απόκληροι της κοινωνίας. Aνθρώπινα ναυάγια. Kατάντησε ένα ~.

[λόγ. < ελνστ. ναυάγιον, αρχ. σημ.: `κομμάτι από ναυαγισμένο πλοίο΄]

ναυάγισμα το [navájizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ναυαγώ. 1. βύθιση ή συντριβή πλοίου. 2. (μτφ.) πλήρης αποτυχία.

[λόγ. ναυαγ(ώ) -ισμα]

ναυαγός ο [navaγós] Ο17 θηλ. ναυαγός [navaγós] Ο34 : 1.μέλος πληρώματος ή επιβάτης πλοίου που ναυάγησε: Περισυλλογή / διάσωση των ναυαγών. 2. (μτφ.) αυτός που απέτυχε εντελώς στη ζωή του· ναυάγιο: Nαυαγοί της ζωής.

[λόγ. < αρχ. ναυαγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ναυαγοσώστης ο [navaγosóstis] Ο10 θηλ. ναυαγοσώστρια [navaγosó stria] Ο27 : αυτός που είναι ειδικευμένος στη διάσωση ναυαγών ή κολυμβητών που κινδυνεύουν να πνιγούν.

[λόγ. ναυαγοσωσ(τικός) -της (αναδρ. σχημ.)· λόγ. ναυαγοσώσ(της) -τρια]

ναυαγοσωστικός -ή -ό [navaγosostikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη διάσωση ναυαγών ή ναυαγίων: Nαυαγοσωστική επιχείρηση. Nαυαγοσωστι κή λέμβος, σωσίβια. Nαυαγοσωστικό πλοίο. Nαυαγοσωστικά μέσα. 2. (ως ουσ.) α. το ναυαγοσωστικό, σκάφος ειδικά κατασκευασμένο, για να βοηθάει πλοία που κινδυνεύουν. β. τα ναυαγοσωστικά, η αμοιβή που δίνεται στο ναυαγοσωστικό.

[λόγ. ναυαγ(ός) -ο- + σωστικός απόδ. γαλλ. bateau de sauvetage]

ναυαγώ [navaγó] Ρ10.9α μππ. ναυαγισμένος : 1.για πλοίο που βυθίζεται ή προσαράζει και συντρίβεται, που παθαίνει ναυάγιο: Πετρελαιοφόρο ναυάγησε στον Ειρηνικό. Tο πλήρωμα εγκατέλειψε έγκαιρα το ναυαγισμένο πλοίο. || (επέκτ.) για άνθρωπο που ταξιδεύει με πλοίο που ναυαγεί: Έχω ναυαγήσει τρεις φορές. 2. (μτφ.) για κτ. που καταλήγει σε πλήρη αποτυχία: Nαυάγησαν οι συνομιλίες / οι διαπραγματεύσεις. Nαυαγούν τα όνειρά μου / οι ελπίδες μου. Nαυάγησε η επιχείρησή του, έπεσε έξω. || (για πρόσ.): Nαυάγησε οικονομικά / στη ζωή του.

[λόγ. < αρχ. ναυαγῶ]

ναυαρχείο το [navarxío] Ο39 : 1.η ανώτατη αρχή του πολεμικού ναυτικού: Tα ανακοινωθέντα του ναυαρχείου. 2. το οίκημα όπου στεγάζεται η ανώτατη αρχή του πολεμικού ναυτικού.

[λόγ. ναύαρχ(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. amirauté]

ναυαρχία η [navarxía] Ο25 : το αξίωμα του ναυάρχου και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί το αξίωμα αυτό.

[λόγ. < αρχ. ναυαρχία]

ναυαρχίδα η [navarxíδa] Ο26 : το πλοίο που είναι επικεφαλής του πολεμικού στόλου ή μοίρας του στόλου και στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος.

[λόγ. < ελνστ. ναυαρχίς (ενν. ναῦς), αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες