Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νέκταρ το [néktar] Ο γεν. νέκταρος (χωρίς πληθ.) : 1.(μυθ.) το ποτό των θεών: Οι θεοί του Ολύμπου έπιναν το ~ και έτρωγαν την αμβροσία. || (επέκτ.) ποτό, συνήθ. κρασί, εξαιρετικά εύγευστο. 2. ο γλυκός χυμός των λουλουδιών, που συγκεντρώνουν οι μέλισσες και που τον μετατρέπουν σε μέλι.
[λόγ. < αρχ. νέκταρ]
- νεκταρίνι το [nektaríni] Ο44 : ποικιλία ροδάκινου που έχει λεία φλούδα και σκληρή σάρκα, όπως το μήλο.
[γαλλ. ή αγγλ. nectarine -ι < αρχ. νέκταρ (από τη γλυκιά του γεύση)]