Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Nάρκισσος ο [nárkisos] Ο20α : 1.στην αρχαία ελληνική μυθολογία, νέος με εκπληκτική ομορφιά, που ερωτεύτηκε τον εαυτό του, όταν είδε το πρόσωπό του να καθρεφτίζεται στο νερό μιας πηγής. 2. νάρκισσος, άνθρωπος που θαυμάζει υπερβολικά τον εαυτό του, είτε για τη φυσική ομορφιά του είτε για τις πνευματικές ικανότητες και επιδόσεις του· (πρβ. ωραιοπαθής).
[λόγ. < αρχ. Νάρκισσος]
- νάρκισσος ο [nárkisos] Ο20α : 1.διακοσμητικό φυτό, με άσπρα ή κίτρινα σαν καμπάνες άνθη που έχουν πολύ δυνατό άρωμα. 2. το άνθος του παραπάνω φυτού.
[λόγ. < αρχ. νάρκισσος]