Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μότο το [móto] Ο (άκλ.) : σύντομη φράση που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο του λόγου, ιδίως κειμένου ή εντύπου, και συνήθ. γράφεται σε περίοπτη θέση: Tελειώνει πάντα τις αγορεύσεις του με το ίδιο ~. Bιβλίο φιλοσοφικού περιεχομένου με μια φράση του Πλάτωνα στο εξώφυλλο για ~.
[λόγ. < ιταλ. motto]
- μοτό η [motó] Ο (άκλ.) : (προφ.) η μοτοσικλέτα.
[λόγ. < γαλλ. moto (σύντμ. της λ. motocyclette = μοτοσικλέτα)]
- μοτό το [motó] Ο (άκλ.) : (προφ.) το μοτοποδήλατο.
[< μοτό η]
- μοτοκρός το [mótokrós] Ο (άκλ.) : αγώνας ανώμαλου δρόμου με μοτοσικλέτες.
[λόγ. < γαλλ. motocross]
- μοτοποδήλατο το [motopoδílato] Ο42 : δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα μικρής ιπποδύναμης· μηχανάκι: Οδηγός μοτοποδηλάτου.
[λόγ. μοτό + ποδήλατον μτφρδ. αγγλ. motor bicycle]
- μοτόρι το [motóri] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο κινητήρας. α. κάθε μηχάνημα που διαθέτει κινητήρα. β. το μηχανοκίνητο καΐκι.
μοτοράκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. motor(e) -ι]
- μοτορόλα η [motoróla] Ο25α : ραδιοτηλέφωνο για αυτοκίνητο: H ~ του περιπολικού της αστυνομίας.
[λόγ. < αγγλ. motorola σήμα κατατ.]
- μότορσιπ το [mótorsip] Ο (άκλ.) : κάθε εμπορικό πλοίο που κινείται με μηχανές εσωτερικής καύσεως.
[λόγ. < αγγλ. motor ship]
- μοτοσακό το [motosakó] Ο (άκλ.) : το μοτοποδήλατο.
[σήμα κατατ.(;)]
- μοτοσικλέτα η [motosikléta] Ο25 : δίκυκλο ή σπανιότερα τρίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα μεγαλύτερης ιπποδύναμης από το μοτοποδήλατο: ~ μικρού / μεγάλου κυβισμού. Aγώνες μοτοσικλέτας.
[γαλλ. motocyclett(e) -α (-cycle- κύκλος)]