Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόρφωση η [mórfosi] Ο33 (χωρίς πληθ.) : α. πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: Άνθρωπος με / χωρίς ~. Tο επίπεδο μόρφωσης κάθε ανθρώπου / λαού. β. κατοχή γνώσεων: Bαθιά / πλατιά / επιφανειακή ~. Γενική / επαγγελματική ~. Φιλοσοφική / ιστορική / φιλολογική / καλλιτεχνική / κοινωνική ~.
[λόγ. < ελνστ. μόρφω(σις) `σχηματισμός΄ -ση σημδ. γερμ. Bildung]