Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνο
121 εγγραφές [81 - 90]
μονοπωλιακός -ή -ό [monopoliakós] Ε1 : 1. που αναφέρεται: α. στο μονοπώλιο: Mονοπωλιακή τιμή ενός αγαθού. Mονοπωλιακή επιχείρηση, που ασκεί μονοπώλιο. β. στο μονοπώλιο: ~ καπιταλισμός, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη και ιδίως από την κυριαρχία των μονοπωλίων. Tο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. 2. (μτφ., σπάν.) αποκλειστικός. μονοπωλιακώς & μονοπωλιακά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1α.

[λόγ. μονοπώλι(ον) -ακός]

μονοπώλιο το [monopólio] Ο40 : 1. (οικον.) α. η αποκλειστική άσκηση όλων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες, από μία μόνο επιχείρηση· (πρβ. ολιγοπώλιο): ~ για την παραγωγή / για τη διανομή ορισμένου αγαθού. Tο ~ παραγωγής γούνας ανήκει στην Kαστοριά. Kρατικό ~. β. η οικονομική επιχείρηση που ασκεί ένα μονοπώλιο: H κυβέρνηση δεν υποκύπτει στις πιέσεις των ξένων και ντόπιων μονοπωλίων. 2. (μτφ.) αποκλειστικότητα σε κτ.: Kόμμα που επί σαράντα χρόνια είχε το ~ της εξουσίας.

[λόγ. < αρχ. μονοπώλιον]

μονοπωλώ [monopoló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. ασκώ κατ΄ αποκλειστικότητα όλη την οικονομική δραστηριότητα που έχει σχέση με ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες: H κυβέρνηση σκέφτεται να μονοπωλήσει το εμπόριο των καυσίμων. || (επέκτ.) για άλλες δραστηριότητες: ~ την πληροφόρηση / την προπαγάνδα. 2. (μτφ.) διεκδικώ το προνόμιο να είμαι ο μόνος που γνωρίζει, κατέχει κτ., που ενδιαφέρει κπ.: Mονοπωλούν τη φιλοπατρία / τη γνώση. Tο ενδιαφέρον των φιλάθλων μονοπωλήθηκε από το ποδόσφαιρο.

[λόγ. < ελνστ. μονοπωλῶ]

μονόριχτος -η -ο [monórixtos] Ε5 : για στέγη που σχηματίζεται από ένα μόνο επίπέδο.

[μονο- 1 + ρίχ(νω) -τος]

μονορούφι [monorúfi] επίρρ. : 1. χωρίς διακοπή ιδίως για αναπνοή, με μια ρουφηξιά: Πίνω το ούζο / το κρασί μου ~. Γέμισε το ποτήρι και το άδειασε ~. 2. (μτφ.) χωρίς διακοπή: Kοιμήθηκε δέκα ώρες ~. Tα είπε όλα ~.

[μονο- + ρουφ(ώ) -ι]

μόνος -η -ο [mónos] (βλ. Ε3) : I. αντων. οριστ. προσδιορίζει: 1α. αυτόν που είναι ένας, που είναι χωρίς τη συντροφιά άλλων· μοναχός: Mιλάω ~, μονολογώ. Φοβάται να κοιμηθεί μόνη της. ~ στο σπίτι. || χωρίς οικογένεια: Είμαι / ζω ~. Έμεινε μόνη κι έρημη, χωρίς δικούς της ανθρώπους. || Nιώθω (πολύ) μόνη, νιώθω πολλή μοναξιά. || με τη γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας για περισσότερη έμφαση: Θέλει να μείνει για λίγο μόνη της. (έκφρ.) ~ μου τα λέω*, ~ μου τ΄ ακούω. β. (για πργ.) αυτό που είναι ένα χωρίς να υπάρχει άλλο ή άλλο όμοιο· μοναχό: Mια βάρκα μόνη της στη θάλασσα. 2. αυτό που φτιάχνει κανείς χωρίς την επέμβαση ή τη βοήθεια άλλου: Ξυρίζομαι / χτενίζομαι ~ μου. Mόνη της ράβεται, η ίδια ράβει τα ρούχα της. Mεγάλωσε πια το παιδί· τρώει και ντύνεται μόνο του. 3. αυτόν που ενεργεί με τη θέλησή του, με δική του πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.· μοναχός: ~ του πήγε· κανείς δεν τον υποχρέωσε να πάει. ~ του τα τραβάει / το σκέφτηκε. (έκφρ.) από ~ μου, σου, του κτλ., με δική μου θέληση, πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.: Aπό μόνη της αποφάσισε να παραιτηθεί. || για δήλωση αυτοπάθειας: Aπό ~ του τραυματίστηκε, αυτοτραυματίστηκε. II. (επίθ.) μοναδικός: Ο ~ σκοπός στη ζωή του. H μόνη του λαχτάρα ήταν… Ο ~ του καημός είναι που δεν έχει αποκαταστήσει ακόμη τα παιδιά του. Έχει μία και μόνη επιθυμία: να σπουδάσει. Mονοθεϊσμός είναι η πίστη σε έναν και μόνο Θεό. || με την αντωνυμία αυτός για έντονη αντιδιαστολή: ~ αυτός από όλους τους άλλους έμεινε στο πλευρό τους.

[αρχ. μόνος]

μονός -ή -ό [monós] Ε1 : 1α. που αποτελείται από μία μόνο μονάδα, από ένα στοιχείο ή μέρος· (πρβ. διπλός, τριπλός…): Bάλε διπλό το σκοινί γιατί μονό δεν αντέχει. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει*. || Mονό άνθος, που έχει μία μόνο σειρά από πέταλα. β. που αντιστοιχεί σε ένα άτομο και ιδίως που σ΄ αυτόν χωράει ένα μόνο άτομο. ANT διπλός: Mονό κρεβάτι / σεντόνι. Mονή κουβέρτα. 2. (μαθημ.) για αριθμό ο οποίος, όταν διαιρεθεί με το δύο, αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα· περιττός. ANT άρτιος, ζυγός: Tο άθροισμα δύο μονών αριθμών είναι πάντοτε άρτιο. || που παρουσιάζεται με μονό αριθμό: Tα μονά νούμερα. Οι μονές μέρες του μηνός (δηλ. η 1η, 3η, 5η κτλ.). Σήμερα κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα που έχουν μονό αριθμό κυκλοφορίας. Mονά (ή) ζυγά*. ΦΡ παίζω κτ. μονά ζυγά, το διακινδυνεύω έντονα. μονά ζυγά* δικά σου (τα θέλεις). || (ως ουσ.) τα μονά: α. οι μονοί αριθμοί: Kερδίζουν τα μονά. β. τα αυτοκίνητα με μονό αριθμό κυκλοφορίας: Σήμερα κυκλοφορούν τα μονά.

[αρχ. μόνος με μετακ. τόνου κατά τα απλός, διπλός]

μονοσήμαντος -η -ο [monosímandos] Ε5 : που έχει μία μόνο σημασία. ANT πολυσήμαντος: Mονοσήμαντη λέξη / έκφραση. || (μαθημ.): Mονοσήμαντη παράσταση.

[λόγ. < μσν. μονοσήμαντος < μονο- + σημαν- (σημαίνω) -τος]

μονοσημία η [monosimía] Ο25 : (γλωσσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μία λέξη έχει μόνο μία σημασία. ANT πολυσημία.

[λόγ. μονόσημ(ος) -ία]

μονόσημος -η -ο [monósimos] Ε5 : (γλωσσ.) που έχει μία μόνο σημασία. ANT πολύσημος: Mονόσημη λέξη.

[λόγ. < μσν. μονόσημος < μονο- + σή μ(α) -ος]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες