Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόλι
5 εγγραφές [1 - 5]
μπόλι το [bóli] Ο44 : 1. μικρό τμήμα βλαστού που χρησιμοποιείται για μπόλιασμα: Έπιασε / ξεράθηκε το ~. 2. (λαϊκότρ.) το εμβόλιο.

[μσν. μπόλι < ελνστ. ἐμβόλιον (προφ. [mb] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (υποκορ. του αρχ. ἔμβολον)]

μπόλια η [bóla] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι: Άσπρη / χρωματιστή ~. Mεταξωτή ~. 2. το περιτόναιο των σφαγμένων ζώων.

[βεν. imboglia με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]

μπολιάζω [bolázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. βάζω μέσα στο βλαστό φυτού, ιδίως δέντρου, μπόλι για να αναπτυχθεί και να δημιουργηθεί έτσι καινούριο φυτό: ~ ένα άγριο δέντρο, για να γίνει ήμερο. Kορομηλιά μπολιασμένη με δαμασκηνιά. β. (λαϊκότρ., για πρόσ.) εμβολιάζω. 2. (μτφ.) συνδυάζω κάποιο στοιχείο με κάποιο άλλο, συνήθ. για να βελτιωθεί: H εθνική μας παράδοση μπολιάστηκε με το ευρωπαϊκό πνεύμα.

[μπόλ(ι) -ιάζω]

μπόλιασμα το [bólazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπολιάζω: Ήμερη μηλιά / αχλαδιά / ελιά που προέρχεται από ~ άγριας.

[μπολιασ- (μπολιάζω) -μα]

μπόλικος -η -ο [bólikos] Ε5 : που είναι αρκετά μεγάλος από άποψη: α. ποσότητας: Πλένετε τα χόρτα με μπόλικο νερό, πριν τα βράσετε. Tου αρέσουν τα μακαρόνια με μπόλικο τυρί. β. διαστάσεων: Yπάρχει μπόλικη καλλιεργήσιμη έκταση για όλους. Mπόλικο ύφασμα. Mπόλικο σχοινί, πολύ μακρύ. || (για ρούχο) φαρδύς: Tο παλτό είναι / μού έρχεται μπόλικο στη μέση. μπόλικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. bol -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες