Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπράβο
2 εγγραφές [1 - 2]
μπράβο [brávo] επιφ. : 1. δηλώνει έπαινο, επιδοκιμασία· εύγε: H εργασία σου ήταν υπέροχη· ~! ~ τους· κατάφεραν να τελειώσουν νωρίτερα απ΄ την προθεσμία. || (ως ουσ.) το μπράβο: Tου αξίζει ένα μεγάλο ~ για την πράξη του. 2. (ειρ.) για να δηλώσει αποδοκιμασία: Mωρέ ~ αφέλεια!

[ιταλ. bravo]

μπράβος ο [brávos] Ο18 : (μειωτ.) ο σωματοφύλακας: Kομματάρχης που συνοδεύεται από τους μπράβους του. || (επέκτ.): Οι μπράβοι του κόμματος· (πρβ. τραμπούκος).

[ιταλ. bravo `μισθοφόρος, σωματοφύλακας΄ (από τη σημ.: `γενναίος, άγριος΄) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες