Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπούγιο
2 εγγραφές [1 - 2]
μπούγιο το [bújo] Ο39 : 1. πολύ μεγάλος όγκος. 2. αναβρασμός, αναστάτωση, οχλαγωγία. 3. κοσμοσυρροή. (έκφρ.) κάνω ~, δημιουργώ την εντύπωση ότι υπάρχει μεγάλος όγκος ή μεγάλο πλήθος: Δεν ήταν πολλοί αλλά με τις φωνές τους κάνανε ~.

[ίσως ιταλ. buio `έλλειψη φωτός, σκοτεινιά΄ στη σημ. `σύγχυση΄]

μπουγιουρντί το [bujurdí] Ο43 : 1. (ιστ.) έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 2. (οικ.) επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο περιεχόμενο: Mου ΄ρθε το ~ της εφορίας.

[τουρκ. buyurdι γ' εν. του ρ. buyur `διατάζω΄ (πρβ. μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu `επίσημη γραπτή διαταγή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες