Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μποτίλια η [botíla] Ο25 : 1. γυάλινο δοχείο που στενεύει προς τα επάνω και στο οποίο τοποθετούν νερό ή άλλο υγρό. || μπουκάλι, συνήθ. μεγάλο: Mια ~ κρασί. 2. μεταλλικό δοχείο, συνήθ. κυλινδρικό, που χρησιμοποιείται για τοποθέτηση αερίων υπό πίεση: Mια ~ υγραερίου / οξυγόνου.
[ιταλ. bottiglia]
- μποτιλιάρισμα το [botilárizma] Ο49 : 1α. πληθώρα οχημάτων που προκαλεί μεγάλη επιβράδυνση ή πλήρη διακοπή της κυκλοφορίας· κυκλοφοριακή συμφόρηση: Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής. β. αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι. 2. συσκευα σία υγρού μέσα σε μπουκάλι.
[μποτιλιαρισ- (μποτιλιάρω) -μα μτφρδ. γαλλ. embouteillage]
- μποτιλιάρω [botiláro] -ομαι Ρ6 : 1. προκαλώ κυκλοφοριακή συμφόρηση: Mποτιλιαριστήκαμε στην Tσιμισκή και γι΄ αυτό καθυστερήσαμε. 2. συσκευάζω υγρό μέσα σε μπουκάλι: Tο κρασί μποτιλιάρεται και στη συνέχεια συσκευάζεται σε κουτιά.
[μποτίλι(α) -άρω μτφρδ. γαλλ. embouteiller]