Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουσούδι το [musúδi] Ο44 & μουσούδα η [musúδa] Ο25α : το κάτω μπροστινό τμήμα του κεφαλιού των θηλαστικών, στο οποίο βρίσκεται η μύτη και το στόμα τους· (πρβ. ρύγχος): Tο ~ του σκύλου / της γάτας. Tο άλογο έπινε χώνοντας το ~ του μέσα στο νερό.
[μσν. μουσούδι(ν) < ιταλ. mus(o) `πρόσωπο ζώου ή ανθρώπου΄ -ούδι(ν)· μσν. μουσούδα < μουσούδ(ι) μεγεθ. -α]