Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοντερνισμός
1 εγγραφή
μοντερνισμός ο [modernizmós] Ο17 : 1. η τάση του ανθρώπου να είναι ή να φαίνεται μοντέρνος καθώς και η σχετική ιδιότητα. 2. (για τέχνες, λογοτεχνία κτλ.) τάση για καινοτομία και παρακολούθηση των νεωτεριστικών ρευμάτων.

[λόγ. < γαλλ. modernisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες