Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοπλάνο το [monopláno] Ο39 : αεροπλάνο που έχει ένα μόνο επίπεδο ισορροπίας, μία πτέρυγα δηλαδή δεξιά και μία αριστερά από την άτρακτο.
[λόγ. < γαλλ. monoplan < mono- = μονο- + plan κατά τη λ. aéroplane = αεροπλάνο]