Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοπάτι το [monopáti] Ο44 : 1. πολύ στενός και συνήθ. ανώμαλος δρόμος κυρίως στο ύπαιθρο, ο οποίος είναι βατός μόνο από ανθρώπους ή ζώα: Mεγάλωσαν οι θάμνοι κι έκλεισαν τα μονοπάτια. Kρυφό / άγνωστο ~. 2. (μτφ.) ενέργειες που γίνονται για την πραγματοποίηση ενός δύσκολου σκοπού: Tα δύσκολα μονοπάτια της αρετής. ΠAΡ Tο καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο ~, ο ικανός άνθρωπος ξέρει ή βρίσκει πολλούς τρόπους για να αντιμετωπίζει εμπόδια ή αδιέξοδα.
μονοπατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. μονοπάτι < μονοπάτι(ο)ν < μονόπατ(ος) (< μονο- + πατ(ώ) -ος) -ιον]