Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοκατοικία η [monokatikía] Ο25 : σπίτι προορισμένο για κατοικία μιας μόνο οικογένειας· (πρβ. διπλοκατοικία, πολυκατοικία): Mία ~ με αυλή και κήπο.
[λόγ. μονο- + κατοικία κατά το αρχ. συνοικία (δες λ., που όμως αναλύεται: σύνοικ(ος) -ία) μτφρδ. γαλλ. (maison) à une habitation]