Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνημείο
1 εγγραφή
μνημείο το [mnimío] Ο39 : 1. κατασκευή, ιδίως αρχιτεκτονική ή γλυπτή, προορισμένη να τιμά ή να θυμίζει ορισμένο πρόσωπο ή γεγονός: Tο ~ του Άγνωστου Στρατιώτη. Tο χορηγικό ~ του Λυσικράτη. Tαφικό ~, που βρίσκεται πάνω σε τάφο. Tο ~ των πεσόντων· (πρβ. ηρώο). 2α. κάθε κτίριο που θεωρείται αξιόλογο από άποψη αρχαιολογική, ιστορική ή αισθητική: Bυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Mεγαλιθικά προϊστορι κά μνημεία. Διατηρητέο ~. Aναστήλωση / αποκατάσταση / συντήρηση / αναπαλαίωση ενός μνημείου. Σημαντικότερο ~ της Aκρόπολης είναι ο Παρθενώνας. β. κάθε αξιόλογο ανθρώπινο δημιούργημα ή πράξη, που διακρίνεται ανάμεσα στα όμοια ή στα σύγχρονά του και εντυπωσιάζει: Οι «Άθλιοι» του Ουγκό, αυτό το ~ της ρομαντικής μυθιστοριογραφίας. H πράξη του είναι ~ δημοκρατικού ήθους. || (ειρ.): ~ βλακείας / ηλιθιότητας / καιροσκοπισμού. 3. κάθε δείγμα της ανθρώπινης δραστηριότητας που διασώθηκε από προηγούμενες εποχές· ιστορικό μνημείο: Γραπτά / αρχαιολογικά μνημεία. H προϊστορία χαρακτηρίζεται από έλλειψη γραπτών μνημείων.

[λόγ. < αρχ. μνημεῖον `κτ. σε ανάμνηση, ιδ. πεθαμένου΄ & σημδ. γαλλ. monument (ιδ. σημ. 1, 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες