Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικροσκόπιο το [mikroskópio] Ο40 : οπτικό όργανο με το οποίο μπορούμε να διακρίνουμε αντικείμενα ή λεπτομέρειες ενός αντικειμένου που είναι τόσο μικρά, ώστε να μην είναι ορατά με γυμνό μάτι: Φακοί / μεγεθυντική ικανότητα ενός μικροσκοπίου. Mικροοργανισμοί ορατοί μόνο με ~. Hλεκτρονικό ~.
[λόγ. < γαλλ. microscope < micro- = μικρο- 1 + -scope = -σκόπιον]