Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροαστικός
1 εγγραφή
μικροαστικός -ή -ό [mikroastikós] Ε1 : α. που αποτελείται από μικροαστούς· (πρβ. μεγαλοαστικός): Mικροαστική τάξη. Mικροαστικά κοινωνικά στρώματα. β. που αναφέρεται στους μικροαστούς: ~ τρόπος ζωής. Mικροαστική ιδεολογία / αντίληψη / νοοτροπία. Mικροαστικό κόμμα.

[λόγ. μικροαστ(ός) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες