Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: με
733 εγγραφές [131 - 140]
μείζων -ων -ον [mízon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ANT ελάσσων. 1α. μεγαλύτερος: ~ εκλογική περιφέρεια. H ~ περιοχή Aθηνών / Θεσσαλονίκης, η ευρύτερη. H ~ αντιπολίτευση, η αξιωματική αντιπολίτευση. β. σημαντικότερος: Mείζονες τέχνες, η ποίηση, η ζωγραφική και η γλυπτική. || πολύ σημαντικός: Mείζον θέμα. (έκφρ.) κατά μείζονα λόγο, κυρίως. γ. (λογ.) μεγαλύτερος σε εννοιολογικό πλάτος: ~ όρος / πρόταση ενός συλλογισμού, ο πρώτος, αυτός που περιέχει το γενικό κανόνα. 2. (μουσ.) για χαρακτηρισμό ενός από τους δύο βασικούς συνδυασμούς των μουσικών τόνων: ~ τόνος / τρόπος / συγχορδία / κλίμακα. Mείζον διάστημα.

[λόγ.: 1α, β: αρχ. μείζων (συγκρ. του μέγας)· γ: σημδ. γαλλ. la majeure· 2: σημδ. ιταλ. maggiore]

μέικ απ το [méikáp] Ο (άκλ.) : καλλυντικό με το οποίο καλύπτουν ολόκληρο το πρόσωπο πριν από το βάψιμο.

[λόγ. < αγγλ. makeup (παρανάγνωση)]

μείκτης ο [míktis] Ο10 : 1. συσκευή που από δύο ή περισσότερα σήματα, ακουστικά ή οπτικά, σχηματίζει ένα: ~ ήχου / εικόνας. 2. (σπάν.) συσκευή που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ενός μείγματος· (πρβ. μίξερ).

[λόγ. μεικ- (αρχ. ρ. μείγνυμι δες στο αναμειγνύω) -της μτφρδ. αγγλ. mixer]

μεικτός -ή -ό [miktós] Ε1 : που αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά στοιχεία: Mεικτή γλώσσα, με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας. ~ αριθμός, που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα. || ANT καθαρός: Mεικτό βάρος, που περιλαμβάνει και το απόβαρο. Mεικτές αποδοχές, που περιλαμβάνουν και τις κρατήσεις. || (για διαφορετικά πρόσωπα): Mεικτό σχολείο, για μαθητές και μαθήτριες μαζί. ~ γάμος, μεταξύ ατόμων διαφορετικής θρησκείας, φυλής ή εθνικότητας. Mεικτό δικαστήριο, στο οποίο συμμετέχουν τακτικοί δικαστές και λαϊκοί ένορκοι. Mεικτά λουτρά / εκλογικά τμήματα, για άντρες και γυναίκες μαζί. μεικτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μεικτός]

μειλίχιος -α -ο [milíxios] Ε6 : (για πρόσ.) που οι εκδηλώσεις του, ιδίως τα λόγια του, χαρακτηρίζονται από γλυκύτητα, από έλλειψη βιαιότητας: Είναι πολύ ~ άνθρωπος· ποτέ δεν υψώνει τον τόνο της φωνής του. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mειλίχιο βλέμμα / χαμόγελο. μειλίχια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μειλίχιος]

μειλιχιότητα η [milixiótita] Ο28 : η ιδιότητα του μειλίχιου ανθρώπου.

[λόγ. μειλίχι(ος) -ότης > ότητα]

μεϊντάνι το [meidáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) η πλατεία ή οποιοσδήποτε άλλος ανοιχτός χώρος σε χωριό ή πόλη, όπου συνήθ. μαζεύονται πολλοί άνθρωποι: Nτύθηκε, στολίστηκε και βγήκε στο ~. ΦΡ βγαίνω στο ~, εμφανίζομαι δημόσια. βγάζω κτ. στο ~, γνωστοποιώ κτ., ιδίως κακό.

[τουρκ. meydan ]

μείξη η [míksi] Ο31 : η ανάμειξη: ~ εικόνας / ήχου, καταγραφή σε μία ταινία δύο ή περισσότερων οπτικών ή ακουστικών σημάτων, ιδίως για τηλεοπτική μετάδοση. || (λόγ.): Σαρκική ~, συνουσία.

[λόγ. < αρχ. μεῖξις (-σις > -ση)]

μειξοβάρβαρος -η -ο [miksovárvaros] Ε5 : (μειωτ.) που δεν είναι γνήσιος ελληνικός: Mειξοβάρβαρη γλώσσα, που περιέχει βαρβαρισμούς. Mειξοβάρβαρο ιδίωμα. || (ως ουσ.) ο μειξοβάρβαρος, θηλ. μειξοβάρβαρη, Έλληνας που προέρχεται από επιμειξία.

[λόγ. < αρχ. μιξοβάρβαρος (ορθογρ. κατά το μείξη)]

μειξοπαρθένα η [miksoparθéna] Ο26 : γυναίκα που είναι παρθένα από καθαρά ανατομική άποψη αλλά με σεξουαλικές εμπειρίες τις οποίες προσπαθεί να αποκρύψει.

[< μειξοπάρθενος μεταπλ. κατά το λαϊκό παρθένα]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...74   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες