Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετόχι το [metóxi] Ο44 : έκταση γης, συνήθ. εφοδιασμένη με διάφορες εγκαταστάσεις, που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται έξω από την περιοχή του.
[μσν. μετόχι(ο)ν υποκορ. του αρχ. μετοχή]
- μετοχικός 1 -ή -ό [metoxikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μετοχή ή με το μέτοχο μιας εταιρείας: Mετοχικό κεφάλαιο, χωρισμένο σε μετοχές. Mετοχική εταιρεία, που το κεφάλαιό της είναι μετοχικό. 2. (σπάν.) συμμετοχικός: Mετοχικό ταμείο, ως ονομασία ασφαλιστικών ταμείων: Mετοχικό Tαμείο Στρατού.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός `που έχει σχέση με συνεταιρισμό΄ κατά τη σημ. του μετοχή 1]
- μετοχικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετοχή 2: Mετοχική πρόταση, που αντί για ρήμα έχει μετοχή.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός]