Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετρητοίς
1 εγγραφή
μετρητοίς [metritís] : κυρίως στην επιρρηματική έκφραση τοις ~, με άμεση πληρωμή. ANT με δόσεις: Πουλάω / αγοράζω / πληρώνω τοις ~. ΦΡ (για λόγια και ιδ. για υποσχέσεις που με αφορούν) παίρνω κτ. τοις ~, το αντιμετωπίζω και ιδίως το πιστεύω κατά γράμμα.

[λόγ. δοτ. της λ. μετρητά μτφρδ. γαλλ. comptent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες