Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετρητοίς [metritís] : κυρίως στην επιρρηματική έκφραση τοις ~, με άμεση πληρωμή. ANT με δόσεις: Πουλάω / αγοράζω / πληρώνω τοις ~. ΦΡ (για λόγια και ιδ. για υποσχέσεις που με αφορούν) παίρνω κτ. τοις ~, το αντιμετωπίζω και ιδίως το πιστεύω κατά γράμμα.
[λόγ. δοτ. της λ. μετρητά μτφρδ. γαλλ. comptent]