Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειδίαμα
1 εγγραφή
μειδίαμα το [miδíama] Ο49 : ελαφρό και ανεπαίσθητο χαμόγελο: Ειρωνι κό ~. Aρχαϊκό ~, που χαρακτηρίζει τους κούρους και τις κόρες.

[λόγ. < ελνστ. μειδίαμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες