Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματσούκι το [matsúki] Ο44α & ματσούκα η [matsúka] Ο25α : 1. μεγάλο και χοντρό ραβδί: Kρατούσε ένα ~ για να διώχνει τα σκυλιά. 2. ξυλοδαρμός, ιδίως με ματσούκι: Mόνο το ~ θα σου βάλει μυαλό. Έφαγε ένα γερό ~, τον έδειρε κάποιος.
[μσν. ματσούκι(ο)ν υποκορ. του ματσούκα < παλ. ιταλ. και βεν. mazzoca με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [k] ]
- ματσουκιά η [matsuká] Ο24 : χτύπημα με ματσούκι.
[μσν. ματσουκιά < ματσούκ(α) -ιά]