Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαστός ο [mastós] Ο17 : (ανατ.) 1α. το όργανο των γυναικών και των θηλυκών θηλαστικών ζώων που παράγει το γάλα: Kαρκίνος / αφαίρεση του μαστού. β. το εξωτερικό τμήμα του μαστού· βυζί: H θηλή του μαστού. Οι μαστοί των ζώων. Ο ~ της γυναίκας, στήθος. Γυναίκα με μεγάλους μαστούς. Προσθετική μαστού. 2. τα αντίστοιχα υποτυπώδη όργανα των αντρών και των αρσενικών θηλαστικών ζώων.
[λόγ. < αρχ. μαστός]