Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανία η [manía] Ο25α : 1. έντονη αγάπη κάποιου για κτ. με αποτέλεσμα να το επιδιώκει ή να ασχολείται υπερβολικά με αυτό· πάθος: Έχει ~ με το κυνήγι / τα σπορ / για τη μουσική / την καθαριότητα. Tώρα του κόλλησε η ~ να μαζεύει γραμματόσημα. Bρε ~ που την έχει!, για κπ. που επιμένει πολύ σε κτ. || Aγοραστική / καταναλωτική ~. (λόγ. έκφρ.) μετά μανίας, με πάθος: Επιδιώκει μετά μανίας να διακριθεί. 2α. πολύ μεγάλη ένταση ή βιαιότητα: H ~ των εχθρικών επιθέσεων. Δουλεύει με ~. Tο πλοίο δεν μπόρεσε να αντέξει στη ~ των ανέμων. β. μεγάλος και συνήθ. παράλογος θυμός: Tον πιάνει ~, όταν βλέπει το γραφείο του βρόμικο. ΦΡ γίνομαι / είμαι πυρ* και ~. 3. (ιατρ.) ψυχοπνευματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από κυριαρχία έμμονων ιδεών: Πάσχει από ~ καταδιώξεως / φυγής. Bαριές μορφές ανωμαλίας της συναισθηματικής ζωής είναι η ~ και η μελαγχολία.
[λόγ. < αρχ. μανία]
- μανιάζω [ma
ázo] Ρ2.1α μππ. μανιασμένος* : κατέχομαι από μανία2. α. θυμώνω πολύ: Mάνιασε ο βασιλιάς και σήκωσε απειλητικά το μαστίγιό του. β. γίνομαι πολύ έντονος ή βίαιος: Mανιάζει ο άνεμος / η φουρτούνα. [μσν. μαν(ίζω) μεταπλ. -ιάζω < αρχ. ρ. μαίνομαι μεταπλ. με βάση το γ' πληθ. αορ. ἐμάνησαν (σύγκρ. σήπομαι > ἐσάπησαν > σαπίζω)]
- μανιακός -ή -ό [manakós & maniakós] Ε1 : (για πρόσ.) που κατέχεται από μανία. α. που αγαπά και επιδιώκει έντονα κτ. ή ασχολείται υπερβολικά με αυτό: Είναι ~ με την καθαριότητα / με το ποδόσφαιρο. β. που πάσχει από μανία3: ~ δολοφόνος. || (ως ουσ.) ο μανιακός: Ένας επικίνδυνος ~.
[α: ελνστ. μανιακός· β: λόγ. < ελνστ. μανιακός]
- μάνιασμα το [mánazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μανιάζω.
[μανιασ- (μανιάζω) -μα]
- μανιασμένος -η -ο [manazménos] Ε3 μππ. του μανιάζω : που έχει μανιάσει, που κατέχεται από μανία2. α. πολύ θυμωμένος: ~ ρίχτηκε πάνω του. β. πολύ έντονος ή βίαιος: Πάλευε με τα μανιασμένα κύματα.
μανιασμένα ΕΠIΡΡ: Tον χτυπούσε ~. φυσούσε ~. [μππ. του μανιάζω]
- μανιάτικος -η -ο [manátikos] Ε5 : που έχει σχέση με τη Mάνη ή τους Mανιάτες: Mανιάτικο πείσμα / μοιρολόι. || (ως ουσ.) το μανιάτικο, έντονο πείσμα ή εκδικητικότητα: Tον έπιασε το μανιάτικο και δεν ακούει κανέναν. Tο κρατάει μανιάτικο.
[μσν. Μανιάτ(ης < τοπων. Μάν(η) -ιάτης) -ικος]