Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρομόριο το [makromório] Ο40 : (χημ.) πάρα πολύ μεγάλο μόριο που περιλαμβάνει χιλιάδες άτομα.
[λόγ. μακρο- + μόριο μτφρδ. αγγλ. macro molecule (macro- = μακρο-)]