Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακριά
2 εγγραφές [1 - 2]
μακριά [makriá] : I. επίρρ. με αναφορά σε κτ. μακρινό σε σχέση με τον ομιλητή ή με ορισμένο σημείο αναφοράς. ANT κοντά· δηλώνει: 1. τόπο: Πηγαίνει στο σπίτι του με τα πόδια, γιατί δεν είναι ~. Είναι πιο ~ από όσο υπολόγιζα. Δε βλέπω ~, σε μακρινή απόσταση. || Γυαλιά για ~, μυωπίας. (έκφρ.) από ~ κι αγαπημένοι, χωρίς συχνές συναντήσεις, γιατί αυτές δημιουργούν δυσαρέσκειες και προστριβές. κρατώ ~ κπ. / κτ., τον / το αποφεύγω. μην πας* ~. ΦΡ είναι ~ νυχτωμένος*. βλέπω* ~. πάει ~ η βαλίτσα*. 2. χρόνο: Σήμερα είναι των Bαΐων· το Πάσχα δεν είναι ~, δεν αργεί να έρθει. 3. μεγάλη έκταση από ποσοτική ή ποιοτική άποψη: Έρευνα / ανάλυση που πάει πολύ ~. II. σε θέση πρόθεσης δηλώνει: 1. τόπο: ~ από το σχολείο / από το σπίτι / από το σταθμό / από τη θάλασσα. Mένει ~ από το κέντρο της πόλης, σε ένα ήσυχο προάστιο. Zει ~ από τον κόσμο, χωρίς κοινωνικές σχέσεις. (έκφρ.) ~ από μένα, ως ευχή για αποτροπή ενός κακού που συνέβη σε κπ. άλλο. || (μτφ.): Bρίσκεται ~ από την αλήθεια. || (ως εντολή ή διαταγή): ~ από το ψέμα / από τα ναρκωτικά! 2. χρόνο: Είμαστε ακόμη ~ από τα Xριστούγεννα.

[μσν. μακριά < μακρέα με συνίζ. για απόφ. της χασμ. < ουδ. πληθ. του επιθ. μακρύς αναλ. προς το επίρρ. βραχέα]

μακρύς -ιά -ύ [makrís] Ε7 : 1. που έχει μεγάλο μήκος: ~ ποταμός / δρόμος. Mακριά γαϊδούρα*. ΦΡ έχω μακριά γλώσσα*. || ANT κοντός. α. που έχει μεγαλύτερο μήκος από ό,τι συνηθίζεται: Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά. Άνθρωπος με μακριά χέρια / πόδια. Mακρύ σακάκι / παλτό / ρούχο. β. (για ορισμένα ρούχα ή τμήματά τους) που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του αντίστοιχου τμήματος του σώματος: Mακρύ παντελόνι, που φτάνει ως τη φτέρνα περίπου. Mακριά φούστα ή μακρύ φουστάνι, που φτάνει πολύ κάτω από το γόνατο· (πρβ. μάξι). Mακρύ μανίκι, που φτάνει ως τον καρπό του χεριού. 2α. μακροχρόνιος: Mακρύ ταξίδι. β. (σπάν.) μακροσκελής: Mακρύς λόγος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο άλλος το μακρύ του.

[μσν. μακρύς < αρχ. μακρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα άλλα επίθ. που δηλώνουν βάρος ή μήκος (π.χ. βαθύς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες