Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρισμοί
1 εγγραφή
μακαρισμοί οι [makarizmí] Ο17 : (εκκλ.) οι σύντομες φράσεις που αρχίζουν με τη λέξη “μακάριοι” και που με αυτές άρχισε ο Xριστός την επί του όρους ομιλία.

[λόγ. < ελνστ. μακαρισμοί, πληθ. του αρχ. μακαρισμός `ευλογία, έπαινος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες