Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακέτα η [makéta] Ο25 : προσχέδιο, συνήθ. σε μικρότερες διαστάσεις, ενός οικοδομήματος, μηχανήματος ή άλλης κατασκευής: ~ ενός κτιρίου / ενός αεροπλάνου. ~ μιας σκηνογραφίας. Ο υπουργός εντυπωσιάστηκε όταν είδε τη ~ των νέων αθλητικών εγκαταστάσεων.
[ιταλ. macchietta]