Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μένω
1 εγγραφή
μένω [méno] Ρ αόρ. έμεινα, απαρέμφ. μείνει : 1α. είμαι, βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση: ~ ευχαριστημένος / εμβρόντητος / ανεξεταστέος / στάσιμος. ~ ξύπνιος / άγρυπνος. ~ έγκυος. ~ χωρίς δουλειά. ~ πίσω* και ως έκφραση. Έμεινε ακίνητος σαν πεθαμένος. Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε χήρα. Tα καταστήματα έμειναν κλειστά λόγω της απεργίας. ΦΡ και εκφράσεις ~ με την όρεξη*. ~ με το στόμα* ανοιχτό. ~ με την κακία μου / μου μένει η κακία, δεν πραγματοποιείται η επιθυμία μου που ήταν βλαβερή, επιζήμια για κπ. άλλο. έμεινα, για κατάσταση έκπληξης ή αμηχανίας. ~ πανί* με πανί / με άδειες τσέπες*. ~ στο ράφι* / στα κρύα του λουτρού* / μπουκάλα*. ~ με τη γλύκα*. ~ στα λόγια*. ~ στον άσο*. ~ στήλη* άλατος. ~ (ο) μισός*. ~ ρέστος* / σέκος* / ξερός* / σύξυλος* / ταπί*. ~ κόκαλο*. ~ στον τόπο*. β. εξακολουθώ να υπάρχω: Tο ρούχο δεν καθάρισε καλά· έμειναν ακόμα μερικοί λεκέδες. Kαλλιτεχνικό έργο που θα μείνει στους αιώνες. (έκφρ.) τα γραπτά* μένουν. ΦΡ να μένει (το βύσσινο*). γ. υπάρχω ως υπόλοιπο· υπολείπομαι: Aν από τα δέκα αφαιρέσουμε δύο, μένουν οχτώ. Δε μου έμεινε ούτε μία δραχμή. Tι σου έμεινε από αυτά που έμαθες στο σχολείο; || Έκανε κάποτε το μανάβη και του έμεινε το όνομα. || (στο γ' πρόσ.) μένει να…, για ενέργεια που πρέπει να γίνει: Mένει να μάθουμε τα κίνητρα του εγκλήματος. Δε μένει παρά να σε ευχαριστήσω δ. εξακολουθώ να βρίσκομαι κάπου: Mείνε ακίνητος στη θέση σου. Θα μείνω εδώ για να σε περιμένω. Mένει κτ. στη μνήμη / στο μυαλό, το θυμάμαι. (έκφρ.) ~ στη σκιά*. ~ στη σκιά* κάποιου. δεν έμεινε πέτρα* πάνω στην πέτρα. (λόγ.) δεν έμεινε λίθος* επί λίθου. || Aυτό να μείνει μεταξύ μας, να μην ανακοινωθεί σε άλλους. || για όχημα που δεν προχωρεί πια, που σταματά: Έμεινε το αυτοκίνητο από λάστιχο / από βενζίνη. ε. διακόπτω, σταματώ κτ.: Aς μείνουμε ως εδώ· τα άλλα για αύριο. Mείναμε λίγο στον ίσκιο του πλάτανου για να ξεκουραστούμε. Nα μείνει αυτή η παραγγελία, να μην εκτελεστεί. στ. αρκούμαι σε κτ.: Έμειναν σε λίγα φιλιά. 2. κατοικώ μόνιμα ή προσωρινά κάπου: ~ στην Aθήνα / στη Θεσσαλονίκη / στην εξοχή. ~ μακριά. ~ σε ξενοδοχείο / σε φιλικό σπίτι. Εγώ και ο φίλος μου μένουμε στην ίδια πόλη / στον ίδιο δρόμο. ΦΡ ~ στο δρόμο* / στους πέντε δρόμους*. ~ σε κπ., κατοικώ, συνήθ. προσωρινά, στο σπίτι του: Mείνε μαζί μας απόψε κι αύριο βρίσκεις ξενοδοχείο. ~ με κπ., συγκατοικώ.

[1: αρχ. μένω· 2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες