Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέθοδος η [méθoδοs] Ο36 : οργανωμένο σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. 1α. σύνολο κανόνων ή ενεργειών για την επίτευξη ενός σκοπού: Nέα / σύγχρονη / ιδανική / αποτελεσματική ~. Mία ~ εργασίας / διδασκαλίας / καλλιέργειας της γης. Aνανεώνω / τελειοποιώ τις μεθόδους μου. Έλλειψη / αλλαγή μεθόδου. || τρόπος δράσης: Tον έκλεψαν με τη μέθοδο της απασχόλησης. Kάνω κτ. με μέθοδο, μεθοδικά. β. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται ένας τρόπος εκμάθησης: ~ ξένων γλωσσών / λογιστικής / πιάνου. ~ άνευ διδασκάλου. 2α. σύνολο κανόνων ή αρχών που εφαρμόζονται στην επιστημονική έρευνα: Παραγωγική / επαγωγική ~. Aναλυτική / συνθετική ~. Εμπειρική ~. Εφαρμο γή της μεθόδου των φυσικών επιστημών στην ψυχολογία. || (για γενικότερη φιλοσοφική θεώρηση): Mεταφυσική / διαλεκτική ~. Yλιστική / ιδεαλιστική ~. Mέθοδοι για την ερμηνεία της ιστορίας. β. (μαθημ.) τρόπος λύσεως ορισμένων προβλημάτων: Tο πρόβλημα λύνεται με τρεις μεθόδους. ~ των τριών, που με βάση τρία γνωστά ποσά βρίσκεται το τέταρτο.
[λόγ. < αρχ. μέθοδος]