Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγιστοποίηση η [mejistopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεγιστοποιώ: Στόχος κάθε οικονομικής επιχειρήσεως είναι η ~ του κέρδους.
[λόγ. μέγιστ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. maximisation]
- μεγιστοποιώ [mejistopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω, δημιουργώ κτ. στον ανώτατο δυνατό βαθμό.
[λόγ. μέγιστ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. maximiser]
- μέγιστος -η -ο [méjistos] Ε5 : (λόγ.) που είναι πάρα πολύ μεγάλος: Είναι μέγιστο σφάλμα να
Tο μέγιστο βάθος / ύψος. H μέγιστη τιμή / ταχύτη τα. || (μαθημ.) ~ κοινός διαιρέτης, ο μεγαλύτερος από τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων φυσικών αριθμών. || (ως ουσ.) το μέγιστο, η μεγαλύτερη δυνατή τιμή που μπορεί να πάρει μια μεταβλητή ποσότητα: Tο μέγιστο που καπνίζω είναι δέκα τσιγάρα ημερησίως. (έκφρ.) στο μέγιστο, όσο γίνεται περισσότερο: Aξιοποίησε στο μέγιστο τις δυνατότητές του.
μέγιστα ΕΠIΡΡ ιδίως στην έκφραση τα ~, πάρα πολύ: Ωφελήθηκα τα ~ από τις συμβουλές σου. [λόγ. < αρχ. μέγιστος, υπερθ. του μέγας]