Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυπάμαι
1 εγγραφή
λυπώ [lipó] Ρ10.9α -ούμαι & -άμαι Ρ12 μππ. λυπημένος* : 1. κάνω κπ. να αισθανθεί λύπη, δυσαρέσκεια, θλίβω, πικραίνω: Tον λύπησε βαθιά ο απροσδόκητος θάνατος του φίλου του. Mε λύπησε πολύ η συμπεριφορά σου. 2. (παθ.) α. αισθάνομαι λύπη, στενοχώρια, θλίβομαι, πικραίνομαι για κτ. δυσάρεστο: Έμαθα για το ατύχημά σου και λυπήθηκα πολύ. Λυπάμαι, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Λυπάμαι πολύ, αλλά πρέπει να φύγω. Λυπάμαι που σε ανάγκασα να έρθεις χωρίς λόγο. Λυπήθηκα που τον είδα σε τέτοια κατάντια. β. αισθάνομαι λύπη, οίκτο, συμπόνια για κπ. άλλον: Tον λυπάμαι τον καημένο αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Λυπήσου με! Δε με λυπάσαι καθόλου και με παιδεύεις έτσι; Nα μη λυπάσαι εμένα, τον εαυτό σου να λυπάσαι. 3. (παθ.) υπολογίζω, λογαριάζω, είμαι φειδωλός σε κτ., τσιγκουνεύομαι: Δε λυπάται καθόλου τα λεφτά / τα έξοδα / τους κόπους. Δε λυπάσαι τα νιάτα σου;

[αρχ. λυπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες