Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουτήρας ο [lutíras] Ο2 : (λόγ.) η μπανιέρα: Εμπορεύεται πλακάκια, λουτήρες, βρύσες και άλλα είδη υγιεινής. || Ο περίφημος ~ του ανακτόρου της Kνωσού.
[λόγ. < ελνστ. λουτήρ, αιτ. -ῆρα]