Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουτήρας
1 εγγραφή
λουτήρας ο [lutíras] Ο2 : (λόγ.) η μπανιέρα: Εμπορεύεται πλακάκια, λουτήρες, βρύσες και άλλα είδη υγιεινής. || Ο περίφημος ~ του ανακτόρου της Kνωσού.

[λόγ. < ελνστ. λουτήρ, αιτ. -ῆρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες