Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιλιπούτειος
1 εγγραφή
λιλιπούτειος -α -ο [lilipútios] Ε6 : για κπ. ή για κτ. που είναι πολύ μικρός στο σώμα, στις διαστάσεις: Λιλιπούτειο ανάστημα. Tο λιλιπούτειο κράτος του Bατικανού στο κέντρο της Ρώμης / του Aγίου Mαρίνου.

[λόγ. < αγγλ. lilliputian < Lilliput `όνομα φανταστικής χώρας με κατοίκους έξι ιντσών΄ από το μυθιστόρημα Gulliver΄s Travels του Swift (-ian = -ειος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες